Η  Ελένη  είναι  πολύ  χαρούμενη,  αφού  ήδη  ταχυδρόμησε  τα  προσκλητήρια  του  γάμου  της, όταν  ξαφνικά  παρουσιάζεται  ένα  μελάνωμα  ψηλά  στο  δεξί  της  χέρι.  Το  χέρι  πρήζεται  και  ισχυροί  πόνοι  την  διαπερνούν, μπαίνει  στο  νοσοκομείο και μαύρες σκέψεις περνούν από το μυαλό της. Το πρωί την  επισκέπτεται  ο  αδελφός της  ο Γρηγόρης  και  της  λέει: Κάνε  πέτρα  την  καρδιά  σου, για  να  ζήσεις  πρέπει  να  κοπεί  το  χέρι. Η  ίδια  τρελαίνεται  και  αποφασίζει  να  στείλει  κάποιον  να  της  πάρει  δηλητήριο  για ν  αυτοκτονήσει.
Η  μητέρα της  προσπαθεί  να  την  παρηγορήσει: Μην  ανησυχείς  Ελένη  μου, ο  Θεός  είναι  μεγάλος. Άσε  με  μάνα, μην  με  σκοτίζεις  με  τα  αγιωτικά  σου. Παιδί  μου  μήπως  θέλεις  να  μιλήσεις  με  τον  πνευματικό; είναι  πολύ καλός  και  θα σε βοηθήσει. Η  Ελένη  δέχεται  και  ο  έμπειρος  ιερέας  την  παρηγορεί  έτσι  που να  αισθάνεται  δροσιά  μέσα  στην  καρδιά  της. Λίγο  πριν  φύγει  ο  ιερέας  η  Ελένη  ρωτά: Μήπως  πάτερ  μπορούμε  να  κάνουμε  ευχέλαιο; Ο ιερέας  δέχεται, το  μυστήριο  γίνεται  την  ίδια  μέρα  και  όλοι  παρακολουθούν  ευλαβικά. Την  ίδια  νύχτα  οι  γονείς  μένουν  άγρυπνοι  δίπλα  στην κόρη  τους  και  προσεύχονται  γονατιστοί  για  να  επέμβει  ο  Θεός. Το  πρωί  που  ήρθαν  οι  γιατροί  για  το  χειρουργείο  και  αφαίρεσαν  τις  γάζες  είδαν  ότι  το  χέρι  ήταν κανονικό και  δεν  παρουσίαζε  κανένα  σημάδι  γάγγραινας. Ο Θεός  είχε  ήδη  απαντήσει  στην  αγωνιώδη  κραυγή  τους.

(Θ. Βγόντζα: Σε  ευχαριστώ  για  τον  πόνο  σ.74-76)