Βούρλα που γεμίζουν τα «κουλούρια» μπροστά και πίσω στο σαμάρι.Τα ξύλα των σαμαριών προέρχονται από πλατάνια και τα κόβουν με κουρασάρι.Τα εργαλεία σαμαρικής αραχνιάζουν στις αποθήκες του Κωστή Φουντουλάκη.Θα ριχτεί κι αυτό στο τζάκι με τα υπόλοιπα καυσόξυλα τον χειμώνα.Η Αγία Παρασκευή βρίσκεται μέσα στον ελαιώνα στους πρόποδες του Ψηλορείτη.
Ο Κωστής Φουντουλάκης ξεκίνησε να μαθαίνει την τέχνη του σαμαρά δίπλα στον Γιώργη Τσαχάκη στην Αγία Γαλήνη, στο εργαστήρι του οποίου δούλευαν 5-6 άτομα. Όταν όμως στην κατοχή οι Εγγλέζοι άρχισαν να βομβαρδίζουν τους Γερμανούς στο λιμάνι, η μάνα του φοβήθηκε μην σκοτωθούν τα κοπέλια της και τα πήγε στο χωριό Αποδούλου για να γλιτώσουν. Εκεί είχε το εργαστήρι του ο σαμαράς Νικόλας Ριζικιανός, στη δούλεψη του οποίου μπήκε αμέσως ως μαθητευόμενος ο Κωστής Φουντουλάκης.  
 
ΞΥΛΟ ΑΠΟ ΠΛΑΤΑΝΙΑ
«Τρία άτομα από Αγία Παρασκευή, Πλάτανο και Κουρούτες μαθαίναμε την τέχνη δίπλα στον Ριζικιανό, όχι τζάμπα αλλά επί πληρωμή. Τελικά συνεταιρίστηκα μαζί του και αγόρασα το μισό μαγαζί. Στην αρχή λογαριάσαμε πόσο έκανε η επιχείρηση και μετά προσθέσαμε και τον αέρα, άκου πράγματα, από τότε υπήρχε ο αέρας». Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν από πλατάνια, που τα έκοβαν στο «λήγος» του φεγγαριού, δηλαδή λίγο μετά την πανσέληνο του Αυγούστου και του Γενάρη. Αν τα έκοβαν στη «γέμωση» του φεγγαριού τα έπιανε σκουλήκι και με το πέρασμα του χρόνου γίνονταν σκόνη. Το Αποδούλου και η Αγία Παρασκευή δεν είχαν πλατάνια, γι αυτό αγόραζαν από άλλα χωριά, όπως το Γερακάρι, Πατσό, Μεσονήσα και Λαμπιώτα. «Τότε δεν ήταν αμαξωτοί οι δρόμοι και πλήρωνα τον πατέρα του παπά του χωριού να μου τα μεταφέρει με τα 3 γαϊδουράκια του. Τα ξύλα τα κόβαμε με το κουρασάρι, που το πιάναμε ο ένας από δω και ο άλλος από κει. Δεν ήταν πολύ σκληρό το πλατάνι και κοβότανε σχετικά εύκολα. Μετά τα ξιούσαμε με ξουλαφά (λίμα για ξύλα) και τα τρίβαμε με ένα τζάμι φτενό, όχι πολλά παχιό, που το σπάγαμε και το χρησιμοποιούσαμε αντί για γυαλόχαρτο». Τα δέρματα που χρησιμοποιούσε ο Κωστής ήταν από αρνί και κατσίκι. Τα λουριά όμως, όπως τα πανωκάπουλα (πίσω στα καπούλια), τα κουσκούνια (κάτω από την ουρά), τη γίγλα (κάτω από την κοιλιά) και την μπροστελίνα (κάτω από το λαιμό), τα έφτιαχνε από δέρμα μοσχαρίσιο ή γαϊδάρου, άμα ήταν κανείς να ψοφήσει. Το στρωσούδι, το ύφασμα που ακουμπάει στο δέρμα του ζώου, το έφτιαχνε από μαλλί προβάτου. Μέσα το γέμιζε με το αφράτο και μαλακό χόρτο που βγαίνει στα ποτάμια και τα έλη. Τα κουλούρια, μπροστά και πίσω στο σαμάρι, τα γέμιζε με βρούλα (βούρλα). «Τα τακίμια (στολίδια) των σαμαριών δεν τα φτιάχναμε εμείς, αλλά άλλοι τεχνίτες. Εμείς τα αγοράζαμε απ’ αυτούς και τα προκόναμε με πρόκες που βάφαμε με ασημένια μπογιά, ενώ στις κουλούρες ράβαμε λουρίδες με μαύρη κλωστή. Κάναμε κι άλλες καλλιτεχνίες γιατί σε μερικά χωριά, όπως στην Κρύα Βρύση, ήταν μερακλήδες και ζητούσαν όμορφα σαμάρια. Φόρτωνα τρία σαμάρια σε μια φοράδα, δύο δεξιά-αριστερά και ένα πίσω στα καπούλια, και τα πήγαινα να τα παραδώσω. Οι δρόμοι ήταν κακοί και πρόσεχα να μη σχιστούν από τα κλαριά των δέντρων. Τυραννιόμουνα πολύ να τα φτιάξω, μου έπαιρνε μια βδομάδα τουλάχιστον το κάθε σαμάρι. Στην κατοχή που δεν είχε ο κόσμος λεφτά να με πληρώσει μου έδιναν σαν αντάλλαγμα λάδι».
 
Η ΣΑΜΑΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΧΑΘΗΚΕ
Ήταν εποχές που ο Κωστής Φουντουλάκης είχε πολλή δουλειά, μέχρι και 10 παραγγελίες σαμαριών ταυτόχρονα. «Μην βιαζόσαστε, ο καθένας με τη σειρά του», τους έλεγε. Σήμερα που αντικαταστάθηκαν οι γάιδαροι από τα θηριώδη αγροτικά αυτοκίνητα 4Χ4, η τέχνη του πέθανε. Τα εργαλεία σαμαρικής αραχνιάζουν στις αποθήκες του Κωστή και οι λέξεις που τα αφορούν μιλιούνται μόνο από τον ίδιο και τους ελάχιστους συνομηλίκους του. Το ίδιο παρατημένα σε αποθήκες και αυλές είναι και τα σαμάρια του, μέχρι να ριχτούν κι αυτά στο τζάκι σαν καυσόξυλα κάποιες βραδιές του χειμώνα. Οι απόγονοί του κάποια μέρα θα αναγκαστούν να τα πετάξουν για να ελευθερώσουν χώρο και να στεγάσουν τις σύγχρονες ανάγκες τους. Οι τοπικές αρχές, με λίγη φαντασία και την οικονομική βοήθεια κράτους και ιδιωτών, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μικρά λαογραφικά εκθετήρια στα χωριά του Αμαρίου, γεμάτα με θησαυρούς της παράδοσης. Έτσι, οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες του νομού Ρεθύμνου και ειδικά της Αγίας Γαλήνης, θα μπορούσαν να προσφέρουν στους πελάτες τους εναλλακτικές εξορμήσεις στα μαραζωμένα χωριά της δυτικής πλαγιάς του Ψηλορείτη, που δεν απέχουν πολύ από τις παραλίες και αποτελούν κιβωτό της κρητικής μαγείας.